συγγάμωση

συγγάμωση
η, Ν
(κτην.) παρασιτική νόσος τών αναπνευστικών οδών τών πτηνών, η οποία προκαλείται από τους νηματώδεις παρασιτικούς σκώληκες συγγάμους, κν. ασθένεια τού κόκκινου σκουληκιού, ασθένεια τού διχαλωτού σκουληκιού ή ασθένεια τού χασμουρητού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syngamosis < syngamus «γένος σκουληκιών» (< σύγγαμος) + κατάλ. -ōsis (< κατάλ. -ωσις < ρ. σε -ώνω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύγγαμος — ο / σύγγαμος, ον, ΝΑ νεοελλ. γένος παρασιτικών νηματωδών σκωλήκων, στους οποίους οφείλεται η νόσος τών πτηνών συγγάμωση αρχ. 1. έγγαμος 2. (γενικά) αυτός που συνδέεται με γάμο 3. αυτός που μετέχει στη συζυγική κλίνη άλλου, ο μοιχός 4. το αρσ. και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”